- ποντοπλάνητος
- ποντο-πλάνητος [pron. full] [ᾰ], ον,A roaming over the sea, Orph.H.38.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποντοπλάνητος — ον, Α αυτός που πλανάται ανά τα πελάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. θαλασσο πλάνητος] … Dictionary of Greek
ποντοπλανήτων — ποντοπλάνητος roaming over the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek